Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ

Certes, l'artiste désire s' élever.... mais l'homme doit rester obscur. PAUL CÉZANNE Ο Ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει τό λιτό κι' ἀπέριττο, τό φτωχικό εργαστήριό του, ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ἀττικοῦ λόφου. Ἐκεῖ ἀσχολεῖται νυχθημερόν μέ τά ἄπειρα πειράματά του καί μέ τήν παρασκευή τῶν διάφορων προϊόντων τοῦ ἐπιτηδεύματός του : βαρελότα, χαλκούνια, καί ἄλλα «μαϊτάπια». Γιατί αὐτός εἶναι πού προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλά κι' αὐτός εἶναι, πάλι, πού, τίς νύχτες τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων, διακοσμεῖ τοὺς οὐρανούς μας μέ λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ' ἐκθαμβωτικά πλουμιά καί μέ ταχύτατες ρουκέττες πού καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή ἀπό σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει τό ἔργον, ὅμως, τα βράδυα, ἐνίοτε, περιφέρει τή σακατεμένη κι' ἀλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, ἀπό καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τά σκοτει νότερα στενά τῆς ἀγορᾶς. Τό ἐπάγγελμά του εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο : πυρίτις, κι᾿ ἔσθ&#
Πρόσφατες αναρτήσεις

ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος. Με τρομάζει.  Τι ωραίο θα 'τανε με μια ένεση να κυκλοφορούσε στο αίμα μου η επόμενη χιλιετία!  Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα. Κάθε σκαλί της  όταν τ' ανεβείς χαλιέται  πέφτει. Στο τελευταίο το σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει. Γεννιόμαστε και πρέπει να κουβαλήσουμε βαρύ κιβώτιο τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων. Η Άνοιξη - μάλιστα!  -είναι λύση. Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε. Σωριάζεται ο πάταγος κι απομακρύνετ' η βροντή  αργά σαν τίγρη κουρασμένη. Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.  Το δέντρο γίνεται σαφέστατο. Σε χαμηλά κελάρια - τα ύψη μας  τα πιθάρια του μέλλοντος. Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.  Ερειπωμένα κόκαλα π' αντέχετε στο χάρο!    

Ο ΣΕΒΑΧ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

tu autem eras interior intimo meo et superior summo meo ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ *Εξαιολογήσειος Βιβλ. τρίτο, VI. I είν' ἡ ψυχή μου συχνά ένα σοκάκι στή Μύκονο  σὰν ἄρχει κατι νά βραδιάζη  καί πιάνουν οἱ γυναῖκες καί τοποθετούν ἐρωτικά χάμω στο δρόμο σε σχήματα γεωμετρικά μονάχοντα όλο μπλέ γυαλιά – μπλέ ποτήρια  μπλέ καράφες πόθους μπλέ βιολιά  λουλούδια  χαλίκια όλα  ἀπό μπλέ γυαλί – μακριά ἀπ' τόν ἥλιο  πάνω στό χώμα στο δρόμο  ἀπ' ὅπου πέρασ᾽ ὁ ἥλιος καί δέν πρόκειται – άλλωστε – νά ξαναπεράση πιά τότες εἶν᾿ ἀκριβῶς ἡ ὥρα  ὅπου κι᾽ ἐγώ περνῶ ἀπαλά τό χέρι  στή βάση τοῦ κρανίου μου  καί τό βυθίζω ἀπότομα  — βαθιά — μέσ' στο κεφάλι μου καί τραβῶ ἔξω το μυαλό μου καί στίβω ἤρεμα τή φαιά μου οὐσία  ἀνάμεσα στά δάχτυλά μου κι' όταν όλα τά υγρά  χυθούν – χωρίς φωνές – καταγῆς  μνήσκει μονάχα μέσα στὴν ἀπαλάμη μου — καί ζεῖ — ένα μικρό λουλούδι  ποῦ τὸ ζητοῦσα ἀπό παιδί καί πού μοῦ χαϊδεύει τό μέτωπο μέ τά λευκά του χέρια καί μοῦ μιλεῖ στοργικά καί μοῦ λέει γιά τά ὄνειρα πού

ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ

We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel! EDGAR ALLAN POE Τὸ ὕφος μιᾶς μέρας ποὺ ζήσαμε πρὶν δέκα χρόνια σὲ ξένο      τόπο ὁ αἰθέρας μιᾶς παμπάλαιης στιγμῆς ποὺ φτερούγισε κι ἐχά-     θη σὰν ἄγγελος Κυρίου ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας λησμονημένης μὲ τόση φρόνηση και     μὲ τόσο κόπο  ἕνα τέλος ἀπαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου     Σεπτεμβρίου. Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικὲς ἐξανθηματικὰ      παράθυρα φερετροποιεῖα... Συλλογίστηκε κανένας τί ὑποφέρει ἕνας εὐαίσθητος     φαρμακοποιὸς ποὺ διανυκτερεύει; Ακαταστασία στὴν κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες     ἀνοίγουν τὸ στόμα τους σὰν ἄγρια θηρία ἕνας ἀπαυδισμένος ἄνθρωπος ρίχνει τὰ χαρτιὰ ψάχνει      ἀστρονομίζεται γυρεύει. Στενοχωριέται: ἃ χτυπήσουν τὴν πόρτα ποιὸς θ' ἀνοίξει;      Αν ἀνοίξει βιβλίο ποιὸν θὰ κοιτάξει; Αν ἀνοίξει τὴν      ψυχή του ποιὸς θὰ κοιτάξει; ῾Αλυσίδα. Ποῦ 'ναι ἡ ἀγάπη ποὺ κόβει τὸν καιρὸ μονοκόμματα      στὰ δυὸ καὶ τὸν ἀποσβολώνει; Λόγια μονάχα καὶ χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογο

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

Χώρα  γιατί  ποιά χώρα τα σπίτια γύρω γύρω  οἱ πόρτες  ποιά σπίτια  ποιές πόρτες τα χέρια καί τά πόδια  καί τά δάχτυλα ὄχι τά σπίτια  οἱ πέτρες ποιά χέρια  καί ποιά πόδια  καί ποιά δάχτυλα οἱ πέτρες; ποιές πέτρες  αὐτές πού εἶχα στά       χέρια μου  ἤ τά δάκρυα  πού δέ θά τρέξουν  ἀπό τά μάτια μου

ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Οἱ φίλοι μου φεύγουν ἦρθαν νά μέ χαιρετήσουν δέ θά ξαναδῶ πιά τούς φίλους μου ὁ ἕνας φεύγει γιά τό δίπλα δωμάτιο τό πρόσωπό του ἔγινε μαῦρο  φόρεσε ἕνα πράσινο σκοῦρο ὕφασμα  νύχτωσε πιά δέ μιλάει ὁ ἄλλος φεύγει γιά τ' ἄλλο δωμάτιο  νά βρεῖ τίς καρφίτσες  πρῶτα ὅμως κρύφτηκε στις κουρτίνες φοβήθηκε  ὕστερα ἀνέβηκε στο παράθυρο  γιά νά κοιμηθεῖ ὁ ἄλλος ἔβγαλε τα παπούτσια του  μέ τρεμάμενα χέρια  πῆρε τ' ἄγαλμα  ζεστό  τό πῆγε στήν κρεβατοκάμαρα  δέν ξέρει πῶς νά τό στήσει οἱ φίλοι μου φύγαν μακριά δέ θά τούς ξαναδῶ  τούς φίλους μου

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα                                              καί σχήματα ἀράχνη τὰ φῶτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά  μεγάλα ψάρια στούς πράσινους βαθμιούς τοίχους                                                              καρφωμένα αἷμα τρύπιες κουβέρτες καί σπασμένα τζάμια ή βροχή  καί ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της τό σῶμα της καί τ' ἀνοιχτό στόμα της  μακριά βαθιά πάνω στο βουνό Τό μυαλό μου κουρασμένο  κι ὁ ἀγέρας διάφανος σάν κρύσταλλο  ρολόγια πέφτουν ὁλοένα καί  σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο  σήμερα ὁ ἀγέρας δυνάμωσε ἀκόμη  ἀπ' τό παράθυρο βγῆκε ἕνα χέρι  μές στον καθρέφτη φάνηκε ἕν' ἄλλο χέρι ἔδερναν τά μεσάνυχτα μακριά ἀκουγόταν ἕνα βογκητό Ὅλα ὅσα βλέπω τὰ παράξενα σπίτια μοῦ θυμίζουν ἐσένα  ἡ νύχτα μοῦ θυμίζει ἐσένα ένα μικρό παιδί πού κλαίει μοῦ θυμίζει                                                             ἐσένα κι ὁ τάφος μοῦ θυμίζει ἐσένα τα ψάρια τά λουλούδια μοῦ θυμίζουν ἐσένα ὅλες οἱ φωτογραφίες ὅλα τά χρώματα ὅλα μοῦ θυμίζουν ἐσέ